- λαρκαγωγός
- λαρκ-ᾰγωγός, ὁ,A coal-basket carrier,
ὄνος E.Fr.283
(troch.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὄνος E.Fr.283
(troch.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λαρκαγωγός — λαρκαγωγός, ὁ (Α) αυτός που μεταφέρει καλάθι με κάρβουνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάρκος (ὁ) «κοφίνι για τη μεταφορά ξυλοκάρβουνων» + αγωγός (< ἄγω), πρβλ. δημ αγωγός, σιτ αγωγός] … Dictionary of Greek
λαρκαγωγούς — λαρκαγωγός coal basket carrier masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)